- ηλιοφάνεια
- ητο να μην είναι σκεπασμένος ο ήλιος από σύννεφα: Στην Ελλάδα τις περισσότερες ημέρες του χρόνου υπάρχει ηλιοφάνεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ηλιοφάνεια — Στη μετεωρολογία είναι ο λόγος του αριθμού των ωρών κατά τις οποίες ο Ήλιος είναι πραγματικά ορατός σε μια τοποθεσία (πραγματική η.) προς τον αριθμό των ωρών κατά τις οποίες ο Ήλιος θα έπρεπε –από αστρονομική άποψη– να φωτίζει την ίδια τοποθεσία… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek
βιότοπος — Όρος στη βιογεωγραφία και στην οικολογία για τον προσδιορισμό μιας περιοχής με καθορισμένο περιβάλλον, στην οποία ζουν ένα ή πολλά είδη φυτικών ή ζωικών οργανισμών. Η ζωή των ζώων π.χ. είναι στενά συνδεδεμένη με τον φυτικό κόσμο ενός… … Dictionary of Greek
ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… … Dictionary of Greek
κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… … Dictionary of Greek
λιακάδα — η 1. το ηλιακό φως και η θαλπωρή που δίνει αυτό 2. ηλιοφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσιαστικοποιημένο τ. λιακό «μπαλκόνι» τού ουδετέρου τού επιθ. λιακός < ἡλιακός + κατάλ. άδα] … Dictionary of Greek
νυκτοφάνεια — νυκτοφάνεια, ἡ (Α) (για τη Σελήνη) αυτή που λάμπει τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + φάνεια (< φανής < φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. ηλιοφάνεια] … Dictionary of Greek